ασβεστοκάμινος
Greek
Etymology
Ultimately from ασβέστης m (asvéstis, “lime”) + καμίνι n (kamíni, “kiln”)
Noun
ασβεστοκάμινος • (asvestokáminos) f (plural ασβεστοκάμινοι)
- lime kiln
Declension
declension of ασβεστοκάμινος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασβεστοκάμινος • | ασβεστοκάμινοι • |
genitive | ασβεστοκαμίνου • | ασβεστοκαμίνων • |
accusative | ασβεστοκάμινο • | ασβεστοκαμίνους • |
vocative | ασβεστοκάμινε • ασβεστοκάμινο • | ασβεστοκάμινοι • |
Related terms
- απασβεστώνω (apasvestóno, “I calcine, I decalcify”)
- απασβέστωση f (apasvéstosi, “calcination”)
- and see: ασβέστιο n (asvéstio, “calcium”)