αρόσιμος
Greek
Adjective
αρόσιμος • (arósimos) m (feminine αρόσιμη, neuter αρόσιμο)
- (agriculture) arable, cultivable, tillable
Declension
Declension of αρόσιμος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρόσιμος • | αρόσιμη • | αρόσιμο • | αρόσιμοι • | αρόσιμες • | αρόσιμα • |
genitive | αρόσιμου • | αρόσιμης • | αρόσιμου • | αρόσιμων • | αρόσιμων • | αρόσιμων • |
accusative | αρόσιμο • | αρόσιμη • | αρόσιμο • | αρόσιμους • | αρόσιμες • | αρόσιμα • |
vocative | αρόσιμε • | αρόσιμη • | αρόσιμο • | αρόσιμοι • | αρόσιμες • | αρόσιμα • |
Related terms
- see: άροτρο n (árotro, “plough”)
Further reading
- αρόσιμος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.