αρσιβαρίστρια
Greek
Noun
αρσιβαρίστρια • (arsivarístria) f (plural αρσιβαρίστριες, masculine αρσιβαρίστας)
- weightlifter
Declension
declension of αρσιβαρίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρσιβαρίστρια • | αρσιβαρίστριες • |
genitive | αρσιβαρίστριας • | αρσιβαριστριών • |
accusative | αρσιβαρίστρια • | αρσιβαρίστριες • |
vocative | αρσιβαρίστρια • | αρσιβαρίστριες • |
Related terms
- άρση βαρών n (ársi varón, “weightlifting”)
Further reading
Άρση βαρών on the Greek Wikipedia.Wikipedia el