αρριβιστής
Greek
Etymology
From French arriviste.
Noun
αρριβιστής • (arrivistís) m (plural αρριβιστές)
- Alternative form of αριβίστας (arivístas)
Declension
declension of αρριβιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρριβιστής • | αρριβιστές • |
genitive | αρριβιστή • | αρριβιστών • |
accusative | αρριβιστή • | αρριβιστές • |
vocative | αρριβιστή • | αρριβιστές • |