αρκουδιάρικος
Greek
Adjective
αρκουδιάρικος • (arkoudiárikos) m (feminine αρκουδιάρικη, neuter αρκουδιάρικο)
- bearlike, ursine
- Synonym: (least common) αρκουδίσιος (arkoudísios)
Declension
Declension of αρκουδιάρικος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκουδιάρικος • | αρκουδιάρικη • | αρκουδιάρικο • | αρκουδιάρικοι • | αρκουδιάρικες • | αρκουδιάρικα • |
genitive | αρκουδιάρικου • | αρκουδιάρικης • | αρκουδιάρικου • | αρκουδιάρικων • | αρκουδιάρικων • | αρκουδιάρικων • |
accusative | αρκουδιάρικο • | αρκουδιάρικη • | αρκουδιάρικο • | αρκουδιάρικους • | αρκουδιάρικες • | αρκουδιάρικα • |
vocative | αρκουδιάρικε • | αρκουδιάρικη • | αρκουδιάρικο • | αρκουδιάρικοι • | αρκουδιάρικες • | αρκουδιάρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρκουδιάρικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρκουδιάρικος, etc.) |
Related terms
- see: αρκούδα f (arkoúda, “bear”)
Further reading
- αρκουδιάρικος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.