αρευστοποίητος
Greek
Adjective
αρευστοποίητος • (arefstopoíitos) m (feminine αρευστοποίητη, neuter αρευστοποίητο)
- unliquefiable, not liquefiable
- unliquidatable, not liquidatable
Declension
Declension of αρευστοποίητος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρευστοποίητος • | αρευστοποίητη • | αρευστοποίητο • | αρευστοποίητοι • | αρευστοποίητες • | αρευστοποίητα • |
genitive | αρευστοποίητου • | αρευστοποίητης • | αρευστοποίητου • | αρευστοποίητων • | αρευστοποίητων • | αρευστοποίητων • |
accusative | αρευστοποίητο • | αρευστοποίητη • | αρευστοποίητο • | αρευστοποίητους • | αρευστοποίητες • | αρευστοποίητα • |
vocative | αρευστοποίητε • | αρευστοποίητη • | αρευστοποίητο • | αρευστοποίητοι • | αρευστοποίητες • | αρευστοποίητα • |