αργυραμοιβός
Greek
Noun
αργυραμοιβός • (argyramoivós) m (plural αργυραμοιβοί)
- money changer
Declension
declension of αργυραμοιβός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργυραμοιβός • | αργυραμοιβοί • |
genitive | αργυραμοιβού • | αργυραμοιβών • |
accusative | αργυραμοιβό • | αργυραμοιβούς • |
vocative | αργυραμοιβέ • | αργυραμοιβοί • |