αργοναυτικός
Greek
Adjective
αργοναυτικός • (argonaftikós) m (feminine αργοναυτική, neuter αργοναυτικό)
- argonautic
Declension
Declension of αργοναυτικός
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργοναυτικός • | αργοναυτική • | αργοναυτικό • | αργοναυτικοί • | αργοναυτικές • | αργοναυτικά • |
genitive | αργοναυτικού • | αργοναυτικής • | αργοναυτικού • | αργοναυτικών • | αργοναυτικών • | αργοναυτικών • |
accusative | αργοναυτικό • | αργοναυτική • | αργοναυτικό • | αργοναυτικούς • | αργοναυτικές • | αργοναυτικά • |
vocative | αργοναυτικέ • | αργοναυτική • | αργοναυτικό • | αργοναυτικοί • | αργοναυτικές • | αργοναυτικά • |
Related terms
- see: Αργώ f (Argó, “Argo”)
Further reading
- αργοναυτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.