αργοκίνητος
Greek
Adjective
αργοκίνητος • (argokínitos) m (feminine αργοκίνητη, neuter αργοκίνητο)
- slow-moving, slow going
Declension
Declension of αργοκίνητος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργοκίνητος • | αργοκίνητη • | αργοκίνητο • | αργοκίνητοι • | αργοκίνητες • | αργοκίνητα • |
genitive | αργοκίνητου • | αργοκίνητης • | αργοκίνητου • | αργοκίνητων • | αργοκίνητων • | αργοκίνητων • |
accusative | αργοκίνητο • | αργοκίνητη • | αργοκίνητο • | αργοκίνητους • | αργοκίνητες • | αργοκίνητα • |
vocative | αργοκίνητε • | αργοκίνητη • | αργοκίνητο • | αργοκίνητοι • | αργοκίνητες • | αργοκίνητα • |
Related terms
- see: αργός (argós, “slow”, adjective)
Further reading
- αργοκίνητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.