αραχνιασμένος
Greek
Etymology
Passive perfect participle of αραχνιάζω (“become covered in cobwebs”).
Pronunciation
- IPA(key): /aɾaxɲaˈzmenos/
- Hyphenation: α‧ρα‧χνια‧σμέ‧νος
Participle
αραχνιασμένος • (arachniasménos) m (feminine αραχνιασμένη, neuter αραχνιασμένο)
- (literally) covered with cobwebs, full of cobwebs
- Η αποθήκη είναι γεμάτη μούχλα κι αραχνιασμένη.
- I apothíki eínai gemáti moúchla ki arachniasméni.
- The cellar is full of mould and covered with cobwebs.
- (figuratively, idiomatic) out-of-date, outdated
- Δυστυχώς, ο παππούς μου είναι γεμάτος αραχνιασμένες απόψεις.
- Dystychós, o pappoús mou eínai gemátos arachniasménes apópseis.
- Unfortunately, my grandfather is full of outdated opinions.
Declension
declension of αραχνιασμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραχνιασμένος | αραχνιασμένη | αραχνιασμένο | αραχνιασμένοι | αραχνιασμένες | αραχνιασμένα |
genitive | αραχνιασμένου | αραχνιασμένης | αραχνιασμένου | αραχνιασμένων | αραχνιασμένων | αραχνιασμένων |
accusative | αραχνιασμένο | αραχνιασμένη | αραχνιασμένο | αραχνιασμένους | αραχνιασμένες | αραχνιασμένα |
vocative | αραχνιασμένε | αραχνιασμένη | αραχνιασμένο | αραχνιασμένοι | αραχνιασμένες | αραχνιασμένα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αραχνιασμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αραχνιασμένος (o pio arachniasménos), etc.) |
Synonyms
- (outdated): ξεπερασμένος (xeperasménos), απαρχαιωμένος (aparchaioménos)
Related terms
- αράχνη f (aráchni, “spider”)
- αραχνιά f (arachniá, “cobweb, spiderweb”)
- άραχνος (árachnos, “full of spiders”)