αράπικο φιστίκι
Greek
Noun
αράπικο φιστίκι • (arápiko fistíki) n (plural αράπικα φιστίκια)
- peanut
- Synonyms: αραχίδα (arachída), (shortened) φιστίκι (fistíki)
Declension
- see: αράπικο (arápiko) and φιστίκι (fistíki)
Further reading
- Αραχίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el