απόπειρα
Greek
Noun
απόπειρα • (apópeira) f (plural απόπειρες)
- attempt (the action of trying at something)
- Κάθε ανταγωνιστής επιτρέπεται τρεις απόπειρες.
- Each competitor is allowed three attempts.
- Κάθε ανταγωνιστής επιτρέπεται τρεις απόπειρες.
Declension
declension of απόπειρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόπειρα • | απόπειρες • |
genitive | απόπειρας • | αποπειρών • |
accusative | απόπειρα • | απόπειρες • |
vocative | απόπειρα • | απόπειρες • |
Synonyms
- προσπάθεια f (prospátheia)