απόπατος
Greek
Noun
απόπατος • (apópatos) m (plural απόπατοι)
- toilet (room), latrine
- (figuratively) dirty place
Declension
declension of απόπατος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόπατος • | απόπατοι • |
genitive | απόπατου • | απόπατων • |
accusative | απόπατο • | απόπατους • |
vocative | απόπατε • | απόπατοι • |
Synonyms
- see: τουαλέτα f (toualéta, “toilet, WC”)