απόκοσμος
Greek
Adjective
απόκοσμος • (apókosmos) m (feminine απόκοσμη, neuter απόκοσμο)
- uncanny, weird, unearthly, eerie
- Synonym: αλλόκοτος (allókotos)
Declension
declension of απόκοσμος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόκοσμος • | απόκοσμη • | απόκοσμο • | απόκοσμοι • | απόκοσμες • | απόκοσμα • |
genitive | απόκοσμου • | απόκοσμης • | απόκοσμου • | απόκοσμων • | απόκοσμων • | απόκοσμων • |
accusative | απόκοσμο • | απόκοσμη • | απόκοσμο • | απόκοσμους • | απόκοσμες • | απόκοσμα • |
vocative | απόκοσμε • | απόκοσμη • | απόκοσμο • | απόκοσμοι • | απόκοσμες • | απόκοσμα • |