απόβγαλμα
Greek
Noun
απόβγαλμα • (apóvgalma) n (plural αποβγάλματα)
- Alternative form of απόβαλμα (apóvalma)
Declension
declension of απόβγαλμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόβγαλμα • | αποβγάλματα • |
genitive | αποβγάλματος • | αποβγαλμάτων • |
accusative | απόβγαλμα • | αποβγάλματα • |
vocative | απόβγαλμα • | αποβγάλματα • |