απόβαση
Greek
Noun
απόβαση • (apóvasi) f (plural αποβάσεις)
- (military) landing
Declension
declension of απόβαση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απόβαση • | αποβάσεις • | |
genitive | απόβασης • | αποβάσεων • | |
accusative | απόβαση • | αποβάσεις • | |
vocative | απόβαση • | αποβάσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποβάσεως • |
Related terms
- αεραπόβαση f (aerapóvasi, “airlanding”)
- αποβατικός (apovatikós, “landing”, adjective)
- αποβίβαση f (apovívasi, “landing, disembarking”)
Further reading
- Απόβαση στη Νορμανδία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el