απόβαρο
Greek
Noun
απόβαρο • (apóvaro) n (plural απόβαρα)
- tare (weight of empty container/vehicle), dead weight
- Coordinate terms: καθαρό βάρος (katharó város), μικτό βάρος (miktó város)
Declension
declension of απόβαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόβαρο • | απόβαρα • |
genitive | απόβαρου • | απόβαρων • |
accusative | απόβαρο • | απόβαρα • |
vocative | απόβαρο • | απόβαρα • |