请输入您要查询的单词:

 

单词 απρόβλεπτος
释义

απρόβλεπτος

Greek

Adjective

απρόβλεπτος (apróvleptos) m (feminine απρόβλεπτη, neuter απρόβλεπτο)

  1. unexpected, unforseen
    Synonyms: απροσδόκητος (aprosdókitos), απρόοπτος (apróoptos), απρόσμενος (aprósmenos)

Declension

  • απρόβλεπτα (apróvlepta, unexpectedly, adverb)
  • απροβλεψία f (aprovlepsía, lack of foresight, improvidence)
  • and see: βλέπω (vlépo, to see)

Further reading

  • απρόβλεπτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 22:55:49