απροσμάχητος
Greek
Adjective
απροσμάχητος • (aprosmáchitos) m (feminine απροσμάχητη, neuter απροσμάχητο)
- impregnable, unconquerable, invincible
- Synonym: ακαταμάχητος (akatamáchitos)
Declension
Declension of απροσμάχητος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσμάχητος • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητοι • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
genitive | απροσμάχητου • | απροσμάχητης • | απροσμάχητου • | απροσμάχητων • | απροσμάχητων • | απροσμάχητων • |
accusative | απροσμάχητο • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητους • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
vocative | απροσμάχητε • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητοι • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
Further reading
- απροσμάχητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.