απροσδιόνυσος
Greek
Adjective
απροσδιόνυσος • (aprosdiónysos) m (feminine απροσδιόνυση, neuter απροσδιόνυσο)
- alien to the cult of Dionysus
- (figuratively) inappropriate, improper
Declension
Declension of απροσδιόνυσος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσδιόνυσος • | απροσδιόνυση • | απροσδιόνυσο • | απροσδιόνυσοι • | απροσδιόνυσες • | απροσδιόνυσα • |
genitive | απροσδιόνυσου • | απροσδιόνυσης • | απροσδιόνυσου • | απροσδιόνυσων • | απροσδιόνυσων • | απροσδιόνυσων • |
accusative | απροσδιόνυσο • | απροσδιόνυση • | απροσδιόνυσο • | απροσδιόνυσους • | απροσδιόνυσες • | απροσδιόνυσα • |
vocative | απροσδιόνυσε • | απροσδιόνυση • | απροσδιόνυσο • | απροσδιόνυσοι • | απροσδιόνυσες • | απροσδιόνυσα • |