αποχώρηση
Greek
Noun
αποχώρηση • (apochórisi) n (plural αποχωρήσεις)
- withdrawal, resignation
Declension
declension of αποχώρηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποχώρηση • | αποχωρήσεις • | |
genitive | αποχώρησης • | αποχωρήσεων • | |
accusative | αποχώρηση • | αποχωρήσεις • | |
vocative | αποχώρηση • | αποχωρήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποχωρήσεως • |
Related terms
- see: αποχωρώ (apochoró, “to withdraw”)