αποχαυνώνω
Greek
Alternative forms
- χαυνώνω (chavnóno)
Verb
αποχαυνώνω • (apochavnóno) (past αποχαύνωσα, passive αποχαυνώνομαι, ppp αποχαυνωμένος)
- enervate, debilitate
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- αποχαύνωση f (apochávnosi, “languour,torpor”)
- αποχαυνωτικός (apochavnotikós, “enervating,debilitating”, adjective)
Further reading
- αποχαυνώνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.