αποχαιρετισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αποχαιρετίζομαι (apochairetízomai), passive voice of αποχαιρετίζω (apochairetízo).
Participle
αποχαιρετισμένος • (apochairetisménos) m (feminine αποχαιρετισμένη, neuter αποχαιρετισμένο)
- perfect passive participle of αποχαιρετίζομαι (apochairetízomai)
Declension
declension of αποχαιρετισμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποχαιρετισμένος • | αποχαιρετισμένη • | αποχαιρετισμένο • | αποχαιρετισμένοι • | αποχαιρετισμένες • | αποχαιρετισμένα • |
genitive | αποχαιρετισμένου • | αποχαιρετισμένης • | αποχαιρετισμένου • | αποχαιρετισμένων • | αποχαιρετισμένων • | αποχαιρετισμένων • |
accusative | αποχαιρετισμένο • | αποχαιρετισμένη • | αποχαιρετισμένο • | αποχαιρετισμένους • | αποχαιρετισμένες • | αποχαιρετισμένα • |
vocative | αποχαιρετισμένε • | αποχαιρετισμένη • | αποχαιρετισμένο • | αποχαιρετισμένοι • | αποχαιρετισμένες • | αποχαιρετισμένα • |