αποφασίζομαι
Greek
Verb
αποφασίζομαι • (apofasízomai) passive (simple past αποφασίστηκα, active αποφασίζω)
- passive form of αποφασίζω (apofasízo).
Conjugation
see this verb's full conjugation at: αποφασίζω (apofasízo)
单词 | αποφασίζομαι |
释义 | αποφασίζομαι |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。