αποσυνδετικός
Greek
Adjective
αποσυνδετικός • (aposyndetikós) m (feminine αποσυνδετική, neuter αποσυνδετικό)
- disaggregate, disorganised (UK), disorganized (US)
Declension
declension of αποσυνδετικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσυνδετικός • | αποσυνδετική • | αποσυνδετικό • | αποσυνδετικοί • | αποσυνδετικές • | αποσυνδετικά • |
genitive | αποσυνδετικού • | αποσυνδετικής • | αποσυνδετικού • | αποσυνδετικών • | αποσυνδετικών • | αποσυνδετικών • |
accusative | αποσυνδετικό • | αποσυνδετική • | αποσυνδετικό • | αποσυνδετικούς • | αποσυνδετικές • | αποσυνδετικά • |
vocative | αποσυνδετικέ • | αποσυνδετική • | αποσυνδετικό • | αποσυνδετικοί • | αποσυνδετικές • | αποσυνδετικά • |
Related terms
- see: αποσυνθέτω (aposynthéto, “to decompose”)