αποστολών
See also: αποστόλων and Αποστόλων
Greek
Noun
αποστολών • (apostolón) f
- Genitive plural form of αποστολή (apostolí).
单词 | αποστολών |
释义 | αποστολώνSee also: αποστόλων and Αποστόλων |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。