αποστολικός
Greek
Adjective
αποστολικός • (apostolikós) m (feminine αποστολική, neuter αποστολικό)
- apostolic
Declension
declension of
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποστολικός • | αποστολική • | αποστολικό • | αποστολικοί • | αποστολικές • | αποστολικά • |
genitive | αποστολικού • | αποστολικής • | αποστολικού • | αποστολικών • | αποστολικών • | αποστολικών • |
accusative | αποστολικό • | αποστολική • | αποστολικό • | αποστολικούς • | αποστολικές • | αποστολικά • |
vocative | αποστολικέ • | αποστολική • | αποστολικό • | αποστολικοί • | αποστολικές • | αποστολικά • |
Related terms
- see: αποστέλλω (apostéllo, “to send”)
Further reading
- αποστολικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.