απορρυπαντικός
Greek
Adjective
απορρυπαντικός • (aporrypantikós) m (feminine απορρυπαντική, neuter απορρυπαντικό)
- cleansing, decontaminating
- (obsolete) purgative, laxative
- (nominalized) detergent
- Coordinate term: τασενεργό (tasenergó, “surfactant”)
Declension
declension of
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απορρυπαντικός • | απορρυπαντική • | απορρυπαντικό • | απορρυπαντικοί • | απορρυπαντικές • | απορρυπαντικά • |
genitive | απορρυπαντικού • | απορρυπαντικής • | απορρυπαντικού • | απορρυπαντικών • | απορρυπαντικών • | απορρυπαντικών • |
accusative | απορρυπαντικό • | απορρυπαντική • | απορρυπαντικό • | απορρυπαντικούς • | απορρυπαντικές • | απορρυπαντικά • |
vocative | απορρυπαντικέ • | απορρυπαντική • | απορρυπαντικό • | απορρυπαντικοί • | απορρυπαντικές • | απορρυπαντικά • |
Further reading
- απορρυπαντικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.