αποπληξία
Greek
Noun
αποπληξία • (apoplixía) f (plural αποπληξίες)
- apoplexy
- (medicine, colloquial) stroke
Declension
declension of αποπληξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποπληξία • | αποπληξίες • |
genitive | αποπληξίας • | αποπληξιών • |
accusative | αποπληξία • | αποπληξίες • |
vocative | αποπληξία • | αποπληξίες • |
Related terms
- αποπληκτικός (apopliktikós, “apoplectic”, adjective)
Further reading
- αποπληξία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.