请输入您要查询的单词:

 

单词 αποπληξία
释义

αποπληξία

Greek

Noun

αποπληξία (apoplixía) f (plural αποπληξίες)

  1. apoplexy
  2. (medicine, colloquial) stroke

Declension

  • αποπληκτικός (apopliktikós, apoplectic, adjective)

Further reading

  • αποπληξία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 22:08:14