αποπλανητικός
Greek
Adjective
αποπλανητικός • (apoplanitikós) m (feminine αποπλανητική, neuter αποπλανητικό)
- seductive, alluring
- misleading, tempting
Declension
declension of αποπλανητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποπλανητικός • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικοί • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
genitive | αποπλανητικού • | αποπλανητικής • | αποπλανητικού • | αποπλανητικών • | αποπλανητικών • | αποπλανητικών • |
accusative | αποπλανητικό • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικούς • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
vocative | αποπλανητικέ • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικοί • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αποπλανητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αποπλανητικός (o pio apoplanitikós), etc.) |
Related terms
- see: αποπλανώ (apoplanó, “to seduce”)