απομακρυσμένος
Greek
Etymology
Perfect passive participle of απομακρύνομαι (apomakrýnomai), passive voice of απομακρύνω (apomakrýno)
Participle
απομακρυσμένος • (apomakrysménos) m (feminine απομακρυσμένη, neuter απομακρυσμένο)
- distant, removed
Declension
declension of απομακρυσμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απομακρυσμένοςος • | απομακρυσμένοςη • | απομακρυσμένοςο • | απομακρυσμένοςοι • | απομακρυσμένοςες • | απομακρυσμένοςα • |
genitive | απομακρυσμένοςου • | απομακρυσμένοςης • | απομακρυσμένοςου • | απομακρυσμένοςων • | απομακρυσμένοςων • | απομακρυσμένοςων • |
accusative | απομακρυσμένοςο • | απομακρυσμένοςη • | απομακρυσμένοςο • | απομακρυσμένοςους • | απομακρυσμένοςες • | απομακρυσμένοςα • |
vocative | απομακρυσμένοςε • | απομακρυσμένοςη • | απομακρυσμένοςο • | απομακρυσμένοςοι • | απομακρυσμένοςες • | απομακρυσμένοςα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απομακρυσμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απομακρυσμένος (o pio apomakrysménos), etc.) |