αποκόλληση
Greek
Noun
αποκόλληση • (apokóllisi) f (plural αποκολλήσεις)
- separation, detachment
- ungluing
Declension
declension of αποκόλληση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποκόλληση • | αποκολλήσεις • | |
genitive | αποκόλλησης • | αποκολλήσεων • | |
accusative | αποκόλληση • | αποκολλήσεις • | |
vocative | αποκόλληση • | αποκολλήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποκολλήσεως • |
Related terms
- αποκολλώ (apokolló, “I separate, I unglue”)