αποκωδικοποίηση
Greek
Noun
αποκωδικοποίηση • (apokodikopoíisi) f (plural αποκωδικοποιήσεις)
- decoding, deciphering, decrypting
Declension
declension of αποκωδικοποίηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • | |
genitive | αποκωδικοποίησης • | αποκωδικοποιήσεων • | |
accusative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • | |
vocative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποκωδικοποιήσεως • |
Related terms
- αποκωδικοποιώ (apokodikopoió, “to decode”)