αποκτηνωτικός
Greek
Adjective
αποκτηνωτικός • (apoktinotikós) m (feminine αποκτηνωτική, neuter αποκτηνωτικό)
- brutalising (UK), brutalizing (US)
Declension
declension of αποκτηνωτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκτηνωτικός • | αποκτηνωτική • | αποκτηνωτικό • | αποκτηνωτικοί • | αποκτηνωτικές • | αποκτηνωτικά • |
genitive | αποκτηνωτικού • | αποκτηνωτικής • | αποκτηνωτικού • | αποκτηνωτικών • | αποκτηνωτικών • | αποκτηνωτικών • |
accusative | αποκτηνωτικό • | αποκτηνωτική • | αποκτηνωτικό • | αποκτηνωτικούς • | αποκτηνωτικές • | αποκτηνωτικά • |
vocative | αποκτηνωτικέ • | αποκτηνωτική • | αποκτηνωτικό • | αποκτηνωτικοί • | αποκτηνωτικές • | αποκτηνωτικά • |
Related terms
- see: αποκτηνώνω f (apoktinóno, “I brutalise”)