αποκλειστικός
Greek
Adjective
αποκλειστικός • (apokleistikós) m (feminine αποκλειστική, neuter αποκλειστικό)
- exclusive, sole
Declension
declension of αποκλειστικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκλειστικός • | αποκλειστική • | αποκλειστικό • | αποκλειστικοί • | αποκλειστικές • | αποκλειστικά • |
genitive | αποκλειστικού • | αποκλειστικής • | αποκλειστικού • | αποκλειστικών • | αποκλειστικών • | αποκλειστικών • |
accusative | αποκλειστικό • | αποκλειστική • | αποκλειστικό • | αποκλειστικούς • | αποκλειστικές • | αποκλειστικά • |
vocative | αποκλειστικέ • | αποκλειστική • | αποκλειστικό • | αποκλειστικοί • | αποκλειστικές • | αποκλειστικά • |
Related terms
- see: αποκλείω (apokleío, “I block, I exclude”)