αποθεματοποίηση
Greek
Noun
αποθεματοποίηση • (apothematopoíisi) f (plural αποθεματοποιήσεις)
- creating reserves, stockpiling
Declension
declension of αποθεματοποίηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποθεματοποίηση • | αποθεματοποιήσεις • | |
genitive | αποθεματοποίησης • | αποθεματοποιήσεων • | |
accusative | αποθεματοποίηση • | αποθεματοποιήσεις • | |
vocative | αποθεματοποίηση • | αποθεματοποιήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποθεματοποιήσεως • |
Related terms
- see: απόθεση f (apóthesi, “setting down, depositing”)