αποθαρρυντικός
Greek
Adjective
αποθαρρυντικός • (apotharryntikós) m (feminine αποθαρρυντική, neuter αποθαρρυντικό)
- disheartening, discouraging
- Synonym: αποκαρδιωτικός (apokardiotikós)
Declension
declension of αποθαρρυντικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποθαρρυντικός • | αποθαρρυντική • | αποθαρρυντικό • | αποθαρρυντικοί • | αποθαρρυντικές • | αποθαρρυντικά • |
genitive | αποθαρρυντικού • | αποθαρρυντικής • | αποθαρρυντικού • | αποθαρρυντικών • | αποθαρρυντικών • | αποθαρρυντικών • |
accusative | αποθαρρυντικό • | αποθαρρυντική • | αποθαρρυντικό • | αποθαρρυντικούς • | αποθαρρυντικές • | αποθαρρυντικά • |
vocative | αποθαρρυντικέ • | αποθαρρυντική • | αποθαρρυντικό • | αποθαρρυντικοί • | αποθαρρυντικές • | αποθαρρυντικά • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αποθαρρυντικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αποθαρρυντικός (o pio apotharryntikós), etc.) |
Related terms
- see: αποθαρρύνω (apotharrýno, “to discourage”)