请输入您要查询的单词:

 

单词 αποδοκιμαστικός
释义

αποδοκιμαστικός

Greek

Adjective

αποδοκιμαστικός (apodokimastikós) m (feminine αποδοκιμαστική, neuter αποδοκιμαστικό)

  1. disapproving

Declension

  • see: αποδοκιμάζω (apodokimázo, I disapprove of)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 23:38:09