απλούμιστος
Greek
Adjective
απλούμιστος • (aploúmistos) m (feminine απλούμιστη, neuter απλούμιστο)
- unadorned, unembroidered, unornamented
Declension
declension of απλούμιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούμιστος • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστοι • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |
genitive | απλούμιστου • | απλούμιστης • | απλούμιστου • | απλούμιστων • | απλούμιστων • | απλούμιστων • |
accusative | απλούμιστο • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστους • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |
vocative | απλούμιστε • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστοι • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |
Related terms
- πλουμίδι n (ploumídi, “embroidery, embellishment”)
- πλουμίζω (ploumízo, “I embroider, I embellish”)