απληροφόρητος
Greek
Adjective
απληροφόρητος • (aplirofóritos) m (feminine απληροφόρητη, neuter απληροφόρητο)
- uninformed
Declension
declension of απληροφόρητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απληροφόρητος | απληροφόρητη | απληροφόρητο | απληροφόρητοι | απληροφόρητες | απληροφόρητα |
genitive | απληροφόρητου | απληροφόρητης | απληροφόρητου | απληροφόρητων | απληροφόρητων | απληροφόρητων |
accusative | απληροφόρητο | απληροφόρητη | απληροφόρητο | απληροφόρητους | απληροφόρητες | απληροφόρητα |
vocative | απληροφόρητε | απληροφόρητη | απληροφόρητο | απληροφόρητοι | απληροφόρητες | απληροφόρητα |
Synonyms
- αδιαφώτιστος (adiafótistos)