απλήγιαστος
Greek
Adjective
απλήγιαστος • (aplígiastos) m (feminine απλήγιαστη, neuter απλήγιαστο)
- unwounded
- Synonym: απλήγωτος (aplígotos)
- without sores
Declension
declension of απλήγιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλήγιαστος • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστοι • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
genitive | απλήγιαστου • | απλήγιαστης • | απλήγιαστου • | απλήγιαστων • | απλήγιαστων • | απλήγιαστων • |
accusative | απλήγιαστο • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστους • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
vocative | απλήγιαστε • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστοι • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
Related terms
- see: πληγώνω (pligóno, “I wound”)