απισχναντικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.pis.xnan.diˈkos/
- Hyphenation: α‧πι‧σχνα‧ντι‧κός
Adjective
απισχναντικός • (apischnantikós) m (feminine απισχvαντική, neuter απισχvαντικό)
- thinning down, causing to emaciate
Declension
Declension of απισχναντικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απισχναντικός • | απισχναντική • | απισχναντικό • | απισχναντικοί • | απισχναντικές • | απισχναντικά • |
genitive | απισχναντικού • | απισχναντικής • | απισχναντικού • | απισχναντικών • | απισχναντικών • | απισχναντικών • |
accusative | απισχναντικό • | απισχναντική • | απισχναντικό • | απισχναντικούς • | απισχναντικές • | απισχναντικά • |
vocative | απισχναντικέ • | απισχναντική • | απισχναντικό • | απισχναντικοί • | απισχναντικές • | απισχναντικά • |
Related terms
- see: απισχναίνω (apischnaíno, “I reduce, emaciate”)
Further reading
- απισχναντικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language