απαρόμοιαστος
Greek
Adjective
απαρόμοιαστος • (aparómoiastos) m (feminine απαρόμοιαστη, neuter απαρόμοιαστο)
- incomparable, unique, unequalled
Declension
declension of απαρόμοιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρόμοιαστος • | απαρόμοιαστη • | απαρόμοιαστο • | απαρόμοιαστοι • | απαρόμοιαστες • | απαρόμοιαστα • |
genitive | απαρόμοιαστου • | απαρόμοιαστης • | απαρόμοιαστου • | απαρόμοιαστων • | απαρόμοιαστων • | απαρόμοιαστων • |
accusative | απαρόμοιαστο • | απαρόμοιαστη • | απαρόμοιαστο • | απαρόμοιαστους • | απαρόμοιαστες • | απαρόμοιαστα • |
vocative | απαρόμοιαστε • | απαρόμοιαστη • | απαρόμοιαστο • | απαρόμοιαστοι • | απαρόμοιαστες • | απαρόμοιαστα • |