απαραχώρητος
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀπαραχώρητος (aparakhṓrētos)
Adjective
απαραχώρητος • (aparachóritos) m (feminine απαραχώρητη, neuter απαραχώρητο)
- unconceded, not granted, not given
Declension
declension of απαραχώρητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαραχώρητος • | απαραχώρητη • | απαραχώρητο • | απαραχώρητοι • | απαραχώρητες • | απαραχώρητα • |
genitive | απαραχώρητου • | απαραχώρητης • | απαραχώρητου • | απαραχώρητων • | απαραχώρητων • | απαραχώρητων • |
accusative | απαραχώρητο • | απαραχώρητη • | απαραχώρητο • | απαραχώρητους • | απαραχώρητες • | απαραχώρητα • |
vocative | απαραχώρητε • | απαραχώρητη • | απαραχώρητο • | απαραχώρητοι • | απαραχώρητες • | απαραχώρητα • |