απαγχόνιση
Greek
Noun
απαγχόνιση • (apanchónisi) f (plural απαγχονίσεις)
- hanging
Declension
declension of απαγχόνιση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απαγχόνιση • | απαγχονίσεις • | |
genitive | απαγχόνισης • | απαγχονίσεων • | |
accusative | απαγχόνιση • | απαγχονίσεις • | |
vocative | απαγχόνιση • | απαγχονίσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: απαγχονίσεως • |
Related terms
- απαγχονίζω (apanchonízo, “to hang”)
- απαγχονισμός m (apanchonismós, “execution by hanging”)
Further reading
- Απαγχονισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el