απάτητος
Greek
Adjective
απάτητος • (apátitos) m (feminine απάτητη, neuter απάτητο)
- inaccessible, untrodden (mountain top)
- Synonym: απερπάτητος (aperpátitos)
- trackless
- untrodden (grapes)
Declension
declension of απάτητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απάτητος • | απάτητη • | απάτητο • | απάτητοι • | απάτητες • | απάτητα • |
genitive | απάτητου • | απάτητης • | απάτητου • | απάτητων • | απάτητων • | απάτητων • |
accusative | απάτητο • | απάτητη • | απάτητο • | απάτητους • | απάτητες • | απάτητα • |
vocative | απάτητε • | απάτητη • | απάτητο • | απάτητοι • | απάτητες • | απάτητα • |
Related terms
- see: περπατάω (perpatáo, “to walk”)