αορτικός
Greek
Adjective
αορτικός • (aortikós) m (feminine αορτική, neuter αορτικό)
- (anatomy, medicine) aortic, aortal
Declension
declension of αορτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αορτικός • | αορτική • | αορτικό • | αορτικοί • | αορτικές • | αορτικά • |
genitive | αορτικού • | αορτικής • | αορτικού • | αορτικών • | αορτικών • | αορτικών • |
accusative | αορτικό • | αορτική • | αορτικό • | αορτικούς • | αορτικές • | αορτικά • |
vocative | αορτικέ • | αορτική • | αορτικό • | αορτικοί • | αορτικές • | αορτικά • |
Related terms
- see: αορτή (aortí, “aorta”)