αξόδιαστος
Greek
Adjective
αξόδιαστος • (axódiastos) m (feminine αξόδιαστη, neuter αξόδιαστο)
- unconsumed
Declension
declension of αξόδιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξόδιαστος | αξόδιαστη | αξόδιαστο | αξόδιαστοι | αξόδιαστες | αξόδιαστα |
genitive | αξόδιαστου | αξόδιαστης | αξόδιαστου | αξόδιαστων | αξόδιαστων | αξόδιαστων |
accusative | αξόδιαστο | αξόδιαστη | αξόδιαστο | αξόδιαστους | αξόδιαστες | αξόδιαστα |
vocative | αξόδιαστε | αξόδιαστη | αξόδιαστο | αξόδιαστοι | αξόδιαστες | αξόδιαστα |
Synonyms
- (unconsumed): ακατανάλωτος (akatanálotos)