αξιοπρόσεχτος
Greek
Adjective
αξιοπρόσεχτος • (axioprósechtos) m (feminine αξιοπρόσεχτη, neuter αξιοπρόσεχτο)
- Alternative form of αξιοπρόσεκτος (axioprósektos)
Declension
declension of αξιοπρόσεχτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοπρόσεχτος • | αξιοπρόσεχτη • | αξιοπρόσεχτο • | αξιοπρόσεχτοι • | αξιοπρόσεχτες • | αξιοπρόσεχτα • |
genitive | αξιοπρόσεχτου • | αξιοπρόσεχτης • | αξιοπρόσεχτου • | αξιοπρόσεχτων • | αξιοπρόσεχτων • | αξιοπρόσεχτων • |
accusative | αξιοπρόσεχτο • | αξιοπρόσεχτη • | αξιοπρόσεχτο • | αξιοπρόσεχτους • | αξιοπρόσεχτες • | αξιοπρόσεχτα • |
vocative | αξιοπρόσεχτε • | αξιοπρόσεχτη • | αξιοπρόσεχτο • | αξιοπρόσεχτοι • | αξιοπρόσεχτες • | αξιοπρόσεχτα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αξιοπρόσεχτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπρόσεχτος (o pio axioprósechtos), etc.) |