αξεσκόλιστος
Greek
Adjective
αξεσκόλιστος • (axeskólistos) m (feminine αξεσκόλιστη, neuter αξεσκόλιστο)
- naive, inexperienced
Declension
declension of αξεσκόλιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεσκόλιστος • | αξεσκόλιστη • | αξεσκόλιστο • | αξεσκόλιστοι • | αξεσκόλιστες • | αξεσκόλιστα • |
genitive | αξεσκόλιστου • | αξεσκόλιστης • | αξεσκόλιστου • | αξεσκόλιστων • | αξεσκόλιστων • | αξεσκόλιστων • |
accusative | αξεσκόλιστο • | αξεσκόλιστη • | αξεσκόλιστο • | αξεσκόλιστους • | αξεσκόλιστες • | αξεσκόλιστα • |
vocative | αξεσκόλιστε • | αξεσκόλιστη • | αξεσκόλιστο • | αξεσκόλιστοι • | αξεσκόλιστες • | αξεσκόλιστα • |